καλλίπρῳρον

καλλίπρῳρον
καλλίπρῳρος
with beautiful prow
masc/fem acc sg
καλλίπρῳρος
with beautiful prow
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλλίπρωρος — καλλίπρῳρος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”